- μάχαιραι
- μάχαιραlarge knifefem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαχαίραι — μαχαίρᾱͅ , μάχαιρα large knife fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρίς — κουρίς, δωρ. τ. κωρίς, ίδος, ἡ (Α) [κουρά] 1. ξυράφι 2. κομμώτρια 3. ως κύρ. όν. Κουρίς τίτλος δραμάτων τών κωμικών Αντιφάνους, Αλέξιδος και Άμφιδος 4. δωρ. τ. τού καρίς 5. φρ. «κουρίδες μάχαιραι» τα ψαλίδια με τα οποία γίνεται το κούρεμα τών… … Dictionary of Greek
σκυτοκόλεος — ον, Α αυτός που έχει κολεό σκύτινο, θήκη δερμάτινη («σκυτοκόλεοι μάχαιραι», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «κατεργασμένο δέρμα» + κολεός «θήκη ξίφους» (πρβλ. σιδηρο κόλεος)] … Dictionary of Greek
σκυτώ — (I) έω, Α [σκῦτος] σκυτεύω*. (II) όω, Α [σκῡτος] (κυρίως το παθ.) σκυτοῡμαι, όομαι καλύπτομαι ή επενδύομαι με δέρμα («ξύλιναι ἐσκυτωμέναι μάχαιραι», Πολ.) … Dictionary of Greek
σπειραντικός — ή, όν, Α φρ. «μάχαιραι σπειραντικαί» μαχαίρια με οδοντωτή κόψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπειρῶμαι μέσω αμάρτυρου ρ. *σπειραίνω ή ρηματ. επίθ. *σπειραντός] … Dictionary of Greek
μάχαιρ' — μάχαιρα , μάχαιρα large knife fem nom/voc sg μάχαιραι , μάχαιρα large knife fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)